- κοροϊδευτικός
- -ή, -ό [κοροϊδεύω]αυτός που γίνεται για κοροϊδία, για εμπαιγμό, περιπαικτικός.επίρρ...κοροϊδευτικάχλευαστικά, περιπαικτικά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοροϊδευτικός — ή, ό χλευαστικός, αυτός που γίνεται για κοροϊδία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπουκίνα — μπουκίνα, ἡ (Μ) μαϊμού, πίθηκος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *μουκίνα < μοῦκος (< μώκος «κοροϊδευτικός μορφασμός») + κατάλ. ίνα] … Dictionary of Greek
γελαστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει την τάση, που συνηθίζει να γελάει: Είναι γελαστικό παιδί. 2. κοροϊδευτικός, χλευαστικός: Με κοιτάζει πάντα γελαστικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ονειδιστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όνειδος ή στον ονειδισμό, ο προσβλητικός, ο υβριστικός, ο κοροϊδευτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιπαιχτικός, -ή — και ιά, ό επίρρ. ά ο ειρωνικός, ο χλευαστικός, ο κοροϊδευτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)